Ήταν περίπου το 2007 όταν οι γονείς μου, συνομήλικοι, συμπλήρωναν το 75ο έτος της ηλικίας τους.*
Εγώ, χωρίς τότε ακόμα να το ξέρω, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι έπλεα σε πελάγη ευτυχίας, ετοιμαζόμουν να ζήσω την ποιότητα του βαρέως πένθους εξ αιτίας ενός χωρισμού και άρα αποχωρισμού, που θα προέκυπτε δύο χρόνια αργότερα. Δύο χρόνια αργότερα, χώρισα από την πιο μεστή, την πιο ουσιαστική μέχρι σήμερα ερωτική μου σχέση. Μιλάω για τη σχέση εκείνη που σε μετουσιώνει, σε διαφωτίζει, σε εξελίσσει, που έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή σου, αν έρθει, για να σου δείξει τις βέλτιστες δυνατότητες του χαρακτήρα σου. Εκείνου του χαρακτήρα που λατρεύεις, που είσαι περήφανος αλλά που δεν συναντάς πάντα στην καθημερινότητά σου. Φυσικά, αν το ψάξεις με σάλιο και υπομονή, θα διαπιστώσεις πως αυτόν τον αδαμάντινο χαρακτήρα τον διαθέτεις και μπορείς να τον κατέχεις, να τον διατηρείς και να τον προωθείς χωρίς να χρειάζεσαι την αφορμή της παρουσίας του έρωτα ή γενικότερα, κάποιου άλλου προσώπου για να στον εκμαιεύσει γιατί η "αιτία' είσαι εσύ. Απλά, ένας άλλος άνθρωπος καλύτερος από σένα στα σημεία, πάντα συμβάλει στην αποκάλυψη της ομορφιάς που έχεις για διάφορους λόγους κρύψει.
Τις χείριστες απ' την άλλη πλευρά εκφάνσεις σου επίσης δεν χρειάζεσαι τον έρωτα για να τις διαπιστώσεις. Αρκούν οι γονείς σου για παράδειγμα ή οι πολύ οικείοι σου ή η φιλαυτία και η απροθυμία σου, για να βγάλουν το μέσα σου τέρας.
Επιστρέφοντας στη σχέση, ήταν εκείνη η μοναδική που πρόλαβε, απ' τη μεριά μου τουλάχιστον, να μεταμορφωθεί από έρωτα σε αγάπη, να βιωθεί και στη συνέχεια να μετατραπεί σε θανατηφόρα απώλεια για μένα αφού πολύ απλά με παράτησε.
Ενδεχομένως, αρκετοί "τυχεροί" να ταυτίζονται με μια τέτοια ιστορία.
Και λέω "τυχεροί", επειδή πραγματικά το θεωρώ τύχη να βιώσει κανείς την ποιότητα του πένθους εξ αιτίας ενός ζωντανού χωρισμού, προτού φτάσει εκείνη η αναπόφευκτη στιγμή, που πραγματικά θα αποχαιρετίσει μια για πάντα ανθρώπους με τους οποίους έχουν εκατέρωθεν αγαπηθεί, μοιραστεί πολλά εξελικτικά βήματα της μικρής ζωής ή, ακόμα πιο απλοποιημένα, λακωνικά και ίσως κυνικά, που έχουν συνηθίσει ο ένας την άρρηκτη παρουσία και την ύπαρξη του άλλου για πολλές δεκαετίες στα καλά και τα άσχημα.
Ο οριστικός αποχωρισμός είναι ο φυσικός θάνατος και οι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι μαζί για αρκετά χρόνια, συνήθως είναι οι γονείς μας.
Εδώ το ζητούμενό μου δεν είναι κατά πόσον έχουμε γνωριστεί ουσιαστικά με τους γονείς μας αφού η συνήθεια και μόνον αρκεί, για να δημιουργηθεί ένα είδος ισχυρού δεσμού, μέχρις ότου κάποιο απ' τα μέλη, ιδανικά οι γονείς, γέροι, πλήρεις ημερών, απογευμάτων, νυχτών και εμπειριών, επιστρέψει στο "από κει που 'ρθε" ή συνεχίσει την πορεία του και σ' έναν άλλο, εξίσου μάταιο εκτός από τούτο, κόσμο. Να πεθάνει δηλαδή. Να τελειώσει σαν έκθεση γυμνασίου. Με πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο.
Για κάποιες κουλτούρες/θρησκείες η επιστροφή στον Δημιουργό ή η οριστική αποχώρηση απ' αυτό που λέμε ζωή και το φινάλε της μικρή μας βόλτας πάνω στον πλανήτη, μπορεί να προκύψει με δύο τρόπους. Περίπου όπως συμβαίνει και στον έρωτα: ξαφνικά ή κατόπιν επίμονων, οργανωμένων και συχνά επίπονων διαδικασιών.
Ο έρωτας κι ο θάνατος μπορεί να σε συναντήσουν είτε εκεί που δεν το περιμένεις, είτε αφού έχεις κάνει εμετό απ' τις χυλόπιτες ή τις θεραπείες, αποφασίζεις να το παίξεις ότι δεν το περιμένεις, γιατί αποφασίζεις ίσως να εμπιστευτείς την ροή των πραγμάτων. Αποφασίζεις να αποδεχθείς, ότι υπάρχουν παράμετροι, ανώτερες από σένα, που δίνουν την τελική πινελιά. Όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει θα σου δώσει, έλεγε ο πατέρας μου.
Παρενθετικά, ο έρωτας όντως έρχεται εκεί που δεν τον περιμένεις. Βλάκα, στέκεσαι σε λάθος σημείο. Κουνήσου.
Όμως, ούτε ο έρωτας είναι το ζητούμενό μου σ'αυτή την εξομολόγηση. Απλά...το' φερε η κουβέντα, που λέει κι η μάνα μου κάθε φορά που ανοίγει ένα θέμα που μ' εκνευρίζει και που φυσικά, το 'χει φέρει η ίδια και όχι η κουβέντα.
Το ζητούμενό μου ευθαρσώς και ξεκάθαρα είναι ο θάνατος.
Αυτή η προαποφασισμένη και άμοιρη ημών έξοδος καθώς και είσοδος από και προς τη ζωή αντίστοιχα που, ενώ ξέρουμε from day one ότι είναι αναπόφευκτη, εντούτοις αποφεύγουμε ακόμα και την αναφορά σ' αυτήν. Την έξοδο. Για πολλούς είναι ταμπού, αν όχι γρουσουζιά, να μιλάμε για το θάνατο, ειδικά όταν συναντιόμαστε "σαν οικογένεια". Σαν οικογένεια, προτιμάμε να πιάνουμε άλλα θέματα που σίγουρα θα μας φτάσουν κοντά στο να θέλουμε να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο αλλά για τον θάνατο, ούτε κουβέντα. Άμα μιλάς, λέει, για τον θάνατο, θα σου χτυπήσει την πόρτα. Λέει. Αυτός για τον οποίο χτυπά η καμπάνα. Αλλά, μια και το φέρνει η κουβέντα (ξανά), αν ήταν έτσι, στον έρωτα δεν θα προλαβαίναμε ν' ανοιγοκλείνουμε την πόρτα αφού, ό,τι και να λέμε, πάντα γι' αυτόν μιλάμε.
Το παράδοξο είναι ότι, ενώ στον έρωτα το αιφνίδιο μας ενθουσιάζει και μας αναπτερώνει, τον θάνατο δεν τον αντιμετωπίζουμε με την ίδια θα έλεγα γενναιοδωρία πόσο μάλλον ευχαρίστηση. Τον ξαφνικό έρωτα τον θεωρούμε δώρο Θεού και εντελώς αντάξιό μας, τον εξαίρουμε, τον υμνούμε, τον περιμένουμε, τον λαχταράμε, τον καλοδεχόμαστε, ενώ τον ξαφνικό θάνατο τον θεωρούμε συχνά μόνον άδικο τόσο γι' αυτόν που φεύγει, όσο και γι' αυτούς που ξεμένουν. Είμαστε τόσο παράξενο είδος εμείς οι άνθρωποι, που το βρίσκουμε πιο "υγιές", πιο φυσικό, να μας εγκαταλείπουν οι αγαπημένοι μας άρρωστοι, στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου, εξαθλιωμένοι από κάποια απάνθρωπη ασθένεια, παρά να φεύγουν ξαφνικά στον ύπνο τους ή στη φύση. Ισχυριζόμαστε ότι όλοι και οι προς αποχώρηση και οι προς παραμονή, προετοιμάζονται καλύτερα άμα ο θάνατος κάνει διάφορες ενδιάμεσες στάσεις πριν τον τερματικό σταθμό.
Ψέμα, για να μην πω τίποτ' άλλο. Κανείς δεν προετοιμάζεται έγκαιρα και έγκυρα, γιατί κανείς δεν μιλά έγκαιρα και έγκυρα για το μοναδικό σίγουρο της ζωής όλων ανεξαιρέτως, έμψυχων και άψυχων: τον θάνατο.
Δίνουμε όλοι συμβουλές για το πώς να ζήσουν οι άλλοι καλύτερα, σαν να είμαστε ειδικοί στην προσωπικότητα και την κλίση του καθενός χωριστά, ενώ για το γεγονός που θ' αντιμετωπίσουμε όλοι, ανεξάρτητα απ' το ταμπεραμέντο μας, την οικονομική ή οικογενειακή μας κατάσταση, την ηλικία και την μόρφωσή μας, αποφεύγουμε να κάνουμε όνειρα. Μάλιστα, με τις εφαρμογές της επιστήμης και της τεχνολογίας, κάνουμε τα πάντα για να το ξεχάσουμε ότι θα πεθάνουμε.
* Τότε λοιπόν, πριν 12 χρόνια, ξεκίνησα να κάνω καθημερινά προσομοίωση με το μυαλό μου στα συναισθήματα που θα με κυρίευαν όταν, όχι ΑΝ, θα πέθαιναν οι γονείς μου. Δεν θα την χαρακτήριζα ευχάριστη διαδικασία, ήταν όμως από τις πιο χρήσιμες ασκήσεις της ζωής μου.
Θεωρούσα τα 75 τους χρόνια αρκετά για την παρουσία τους στη ζωή τους και τη ζωή μου. Έπεισα τον εαυτό μου ότι κάθε επιπλέον μέρα ήταν για όλους μας bonus. Και φανταζόμουν πχ, ποιος απ' τους δύο θα έφευγε πρώτος. Και πόσο διαφορετικά θα το βίωναν οι άλλοι τρεις που θα απέμεναν από την τετραμελή μας οικογένεια. Έπλαθα σενάρια ότι έφευγε πρώτος ο πατέρας μου, αν και λάτρης της ζωής και fit μέχρι τα 87 του τελικά, ή η μητέρα μου, πιο ευπαθής αλλά ακόμα εδώ, ή το αντίστροφο. Ή ότι έφευγαν μαζί σαν το "Ημερολόγιο", ή από κάποια ασθένεια, ή αυτοκινητιστικό, ή ότι έφευγαν χωριστά από κάποια ασθένεια ή χωριστά και ξαφνικά. Και ότι εγώ ήμουν κοντά τους. Ότι ένιωθα την τελευταία τους ανάσα. Ή ότι έλειπα ταξίδι. στο εξωτερικό. Και σκεφτόμουν πώς θα ένιωθα στ' αεροπλάνο. Και πάει λέγοντας. Είναι χιλιάδες τα σενάρια για τον θάνατο, όπως ακριβώς και για την ζωή.
Παρατηρούσα τον εαυτό μου να θλίβεται, να φοβάται,να πανικοβάλλεται, να κλαίει, ή να μένει ατάραχος, ήσυχος, υπομονετικός, γαλήνιος, ανακουφισμένος ακόμη και χαμογελαστός. Αλλά πάνω απ' όλα, για κάθε επιπλέον καλή ή κακή μέρα που συνεχίζαμε να μοιραζόμαστε, ένιωθα ευγνώμων. Μόνον. Αυτό είχα επιλέξει τελικά, την ευγνωμοσύνη μόνο.
Και ήρθε φυσικά η στιγμή να κάτσει ένα από τα σενάρια: Να φύγει πρώτος ο πατέρας μου. Ξαφνικά. Υγιής. Χαμογελαστός. Πέθανε εκεί ακριβώς που ζούσε: στη θάλασσα! Βούτηξε τραγουδώντας. Και μετά, "έκανε τον πεθαμένο".
Κι εγώ ήμουν ταξίδι. Στο Παρίσι. Και ευγνώμων! Μόνον ευγνώμων. Και χαρούμενη. Επέλεξα το χαμόγελο στην ανακοίνωση της αναχώρησής του.
Δεν λυπήθηκα ούτε στιγμή.
Να λυπηθώ για ποιον; Για κείνον; Δεν νομίζω να είχε άλλη επιθυμία απ' το να τελειώσει εκεί απ' όπου ξεκινάμε όλοι μας, στη γαλήνη, την ηρεμία και την ασφάλεια που δίνει το νανουριστικό νερουλό κυματάκι. Να λυπηθώ για μένα; Γιατί; Πρόλαβα, πάλι από επιλογή, να του δείξω πόσο τον αγαπούσα και πόσο τον ευχαριστούσα για όλα όσα μου είχε χαρίσει. Πρόλαβα να του δώσω κι εγώ όση αγάπη μου άντεχε να δεχτεί. Πρόλαβα να πάρω την αγάπη του, διορθωμένη μέσα στα χρόνια και όλα τα δώρα και τα μαθήματα που κατάφερε να μου δώσει.
Θα κάνω το ίδιο με κάθε άνθρωπο που θα έχω την τιμή και τη χαρά να συναναστραφώ.
Θυμήθηκα παράλληλα και το πόσο είχα υποφέρει από εκείνον τον χωρισμό που εξομολογήθηκα στην αρχή, στην ουσία συνειδητοποίησα πόσο είχα υποφέρει από εκείνον τον εγωισμό που με είχε κυριεύσει. Από την προσκόλληση που ταύτιζα λανθασμένα με αγάπη. Από τη στιγμή που κατάλαβα τη διαφορά, απελευθέρωσα τον εαυτό μου από τον πόνο της απώλειας. Αποφάσιζα να εστιάζω μόνο σε ότι μου προσφέρουν οι άνθρωποι και όχι σε ότι μου στερούν με την όποιας μορφής αποχώρησή τους.
Προσκόλληση: η στάση ζωής που σου εξασφαλίζει τη δυστυχία.
Τι όμορφη θα ήταν η Ζωή, αν η εκπαίδευσή μας ήταν φιλική προς τον Θάνατο ;