«Η μικρή Ελένη
κάθεται και κλαίει
πως δεν την παίζουν οι φιλενάδες της.
Σήκω επάνω
τρίψε τα μάτια σου,
κοίτα τον ήλιο
κι αποχαιρέτισε!»
Γενιές και γενιές μεγάλωσαν μ’ αυτό το τραγουδάκι και δεν ξέρω αν μεγαλώνουν ακόμα κι αν παραμένει δημοφιλές παιχνίδι στα πεντάχρονα, μια και δεν έχω επαφές μ’ αυτές τις ηλικίες. Μακάρι όμως!
Θυμάμαι πολύ καλά το τελετουργικό και τις φάσεις του παιχνιδιού παρότι έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε και παρά το ότι στην βερσιόν της δικής μου παρέας πρωταγωνίστρια ήταν η μικρή Μαρίτσα. Ανεξάρτητα απ’ το όνομα, το σκληρό αλλά ταυτόχρονα υπέροχο και αισιόδοξο μήνυμα αυτού του τραγουδιού, δεν αλλάζει.
Όμως δεν θυμάμαι κανέναν να το τονίζει, να το υπογραμμίζει και να εμβαθύνει σ’ αυτό. ‘Ήταν απλά, ένα παιχνίδι. Όπως τα παραμύθια που είχαν λύκους που κατάπιναν μικρά παιδάκια και γιαγιάδες ή stepmothers που έβαζαν παιδάκια σε φούρνους ήταν απλά, παιδικά παραμύθια! Bed time stories για να κάνει ένα παιδάκι ανάλαφρο και ευχάριστο ύπνο!
Στην πραγματικότητα, αυτά τα παραμύθια εξασφάλιζαν το πρώτο μας ραντεβού με τον ψυχοθεραπευτή. Κανείς δεν υποψιαζόταν τους εφιάλτες και τις φοβίες που θα κουβαλούσαμε μια ζωή; Ποια αρρωστημένα μυαλά έπλασαν αυτές τις φρικιαστικές ιστορίες και τις προόρισαν για αγνά παιδάκια και ποια, ακόμη πιο αρρωστημένα, τις υιοθέτησαν και τις διέδωσαν, για μένα θα παραμένει πάντα ένα άλυτο μυστήριο.
Η «μικρή Ελένη» όμως, πρόκειται για ένα τραγούδι-μάθημα ζωής. Ένα απλό εκ πρώτης όψεως επτάστιχο, κάπως ασύντακτο, που φαινομενικά έχει σκοπό να απασχοληθούμε για λίγο και να διασκεδάσουμε σαν παιδάκια. Να παίξουμε. Αν το καλοσκεφτεί όμως κανείς, θα δει πως πρόκειται για μια βαθιά φιλοσοφημένη οδηγία, που αν οι γονείς, οι δάσκαλοι κλπ το καταλάβαιναν και το συνειδητοποιούσαν και μας έκαναν μια ανάλυση κειμένου, ενδεχομένως να είχαμε καταπιεί λιγότερα Xanax και να είχαμε σφουγγίσει λιγότερα δάκρυα.
Αν το χωρίσουμε σε δύο μέρη, κάθε ένα απ’ αυτά είναι κι ένα μάθημα ζωής: «η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει, πως δεν την παίζουν οι φιλενάδες της». Από κείνη τη στιγμή αρχίζει να αναβοσβήνει με τεράστια γράμματα η φωτεινή ταμπέλα που οδηγεί κατευθείαν στον ψυχίατρο 30 χρόνια μετά και γράφει: ΑΠΟΡΡΙΨΗ. Η πρώτη μας είσοδος στη μοναξιά, την απομόνωση, την απελπισία και το κλάμα. Η πρώτη δυσάρεστη διαπίστωση πως δεν είμαστε από όλους αποδεκτοί. Πώς να το διαχειριστεί κανείς αργότερα, αν δεν έχει δώσει βάση στη συνέχεια του τραγουδιού που αποτελεί τη λύση, την λύτρωση και την κάθαρση;
«Σήκω επάνω, τρίψε τα μάτια σου, κοίτα τον ήλιο κι αποχαιρέτισε!» Μα, πόσο μαγικά λόγια;! Πόσο συμπυκνωμένα νοήματα;! Πόσα ευρώ σπαταλήσαμε στην πορεία για να μάθουμε πως, ναι, αυτό είν’ η ζωή: όταν πέφτεις, όταν σε ρίχνουν οι άλλοι, τρίψε λίγο τα μάτια σου, άλλαξε την οπτική σου στα πράγματα που είναι αυτά που είναι, δες ότι υπάρχει φως έξω απ’ αυτά, γύρισέ τους την πλάτη και…φύγε! Συνέχισε! Προχώρα!
Η μητέρα μου λέει πως, όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε πολύ να παίζω στο σκάμμα, στην πλατεία. Πήγαινα λοιπόν εκεί και άρχιζα: παιδάκι θες να παίξουμε, έλεγα στο πρώτο που συναντούσα. Εάν επρόκειτο για ξινό, που μου ΄τριβε την απόρριψη στη μούρη, πήγαινα με αυτοπεποίθηση και χωρίς φόβο και αγωνία στο επόμενο κοκ, μέχρι να μου κάτσει κάποιο. Τότε, άγνωστο πώς και γιατί, πίστευα ακράδαντα πως υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. Και υπήρχαν! Ήταν θέμα χρόνου να τις εντοπίσω. Να βρω το παιδάκι που θα έπαιζα και να περάσουμε ζωή χαρισάμενη. Τότε βέβαια, η ζωή μου ήταν ΜΟΝΟΝ εκείνη η μέρα. Κανείς δεν μου έλεγε «άδραξε τη μέρα». Και να μου το’λεγαν, δεν νομίζω πως θα καταλάβαινα τι εννοούσαν αφού, έτσι κι αλλιώς, η ζωή μου ήταν η μέρα μου! Συνειδητά.
Μεγαλώνοντας, θες επειδή άρχισα να μοιράζομαι περισσότερα συναισθήματα και εμπειρίες με τους ανθρώπους από λίγο χώμα στο σκάμμα, θες επειδή είχα μολυνθεί από το μικρόβιο του τι θα κάνω στο μέλλον χωρίς τους «βαρβάρους», ταλαιπωρήθηκα αρκετά με κάθε είδους ανθρώπινη απώλεια. Προφανώς, η προσκόλληση στο εγώ μου, δεν με άφηνε να δω τόσο την παροδικότητα των άλλων όσο και τη δική μου. Ξεκίνησαν οι έρωτες, οι επαγγελματικές επιτυχίες, τα για πάντα και τα ποτέ. Κι αυτά αποδείχθηκε πως δεν υπήρχαν, ήταν πλασματικά. Ή υπήρχαν και ήταν πραγματικά για όσο. Για τόσο. Για όταν. Για τότε. Για τώρα. Και μου ήρθε ο λογαριασμός, το τίμημα. Αυτό που πλήρωσε η μικρή Ελένη. Ή η Μαρίτσα. Ή εσύ. Έκλαψα. Πολύ.
Μέχρι που κάποια στιγμή, αποδέχθηκα. Το μεγαλύτερο μυστικό της ευζωίας, η απάντηση στα πάντα: η αποδοχή.
Όλοι αντικαθίστανται. Εγώ στις ζωές των άλλων, οι άλλοι στη δική μου. Αυτή είναι η ροή. Η εξέλιξη. Η μοίρα. Αυτός που μένει μέχρι το τέλος, φίλος και κατά λάθος εχθρός, είναι ο εαυτός. Μην ξεχνάμε να διορθώνουμε το λάθος. Μην τον παρατάμε στο σκοτάδι και το κλάμα. Να του δείχνουμε το φως και όταν χρειάζεται, ν’ αποχαιρετάμε. Και να συνεχίζουμε με σιγουριά μαζί του.
Μέχρι το τέλος.