Ήμουν κι εγώ εκεί. Τώρα πια θέλω να το βγάλω από μέσα μου. Στα Ιεροσόλυμα. Στην Βηθλεέμ. Από τις 26 Φεβρουαρίου μέχρι τις 2 Μαρτίου.
Προσγειώθηκα στην Ελλάδα το βράδυ της Καθαράς Δευτέρας, όπου πλέον τα νέα για όσους επέστρεφαν από το Ισραήλ, καθώς και ο ίδιος ο Covid19, είχαν εξαπλωθεί. Παγκόσμια. Δεν ένιωσα ποτέ φόβο, ενοχή, ντροπή όπως μπορεί να ένιωσαν αρκετοί παρά μόνο μια κοινωνική υποχρέωση: να μην φέρω τους άλλους σε δύσκολη θέση. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, από το να αρρωστήσουν, μέχρι το να νιώσουν άβολα. Εξ άλλου από παλιά, δεν μπαίνω εκεί που δεν χωράω.
Έτσι, απλά και αυτονόητα, επέλεξα να μείνω σπίτι. Σε οικειοθελή καραντίνα, όπως έλεγα σε φίλους. Χωρίς κανένα απολύτως σύμπτωμα. Το γεγονός πως ερχόμουν από Ισραήλ, ήταν από μόνο του ικανό να με παρουσιάσει τόσο στις ζωές των άλλων όσο και στη δική μου σαν απειλή, σαν πηγή κακού. Και δυνητικά ήμουν. Αφού, ειδικά τότε, δεν ξέραμε πώς ακριβώς μοιάζει η κάθε πηγή του κακού.Και όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η καραντίνα έγινε υποχρεωτική. Για όλους. Ανεξάρτητα από το IQ ή την ενσυναίσθηση του καθενός, η καραντίνα είναι υποχρεωτική. Τέλος. Δύσκολη; Στην αρχή ναι, αλλά ειλικρινά, εύκολα γίνεται μια ευχάριστη συνήθεια. Εκμυστηρεύομαι πως έκτοτε, «προαυλίζομαι» μόνο για να πάω μια βόλτα στη θάλασσα. ΜΟΝΗ ΜΟΥ. Με τα πόδια ή το αυτοκίνητο. Κι αν τυχόν συναντήσω κανέναν στο δρόμο, πηγαίνει το ζικ ζακ στεφάνι. Όταν είμαι με τα πόδια φυσικά, γιατί αν το κάνω αυτό με το αυτοκίνητο, θα γελάσει ο κάθε πικραμένος. Επαφή με άλλους δλδ, καμία.
Η αλήθεια είναι πως από πάντα, με το που ένιωθα το μέτωπό μου λίγο πιο ζεστό απ’ το συνηθισμένο, ή φτερνιζόμουν ΔΥΟ φορές απανωτά, χωνόμουν στο κρεβάτι μέχρι νεοτέρας. Ημιθανής. Το: «φτερνίζομαι 2 φορές απανωτά» αποτελούσε την απόλυτη ένδειξη ότι για τις επόμενες 3-4 μέρες θα ζούσα το: «αυτό είναι το τέλος μου». Έχοντας δε μεγαλώσει με την απαράβατη εντολή «αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν, μην το κάνεις στους άλλους» έλεγα, δεν μου χρωστάει κανείς τίποτα να κολλήσει τη φρικτή μου γρίπη, να υποφέρει εξαιτίας μου, θα μείνω σπίτι. Επειδή δεν σκέφτονται όλοι έτσι, αν εντόπιζα αυτόν που με είχε κολλήσει, πολύ ευχαρίστως μπορούσα να τον καταραστώ από καρδιάς για την ανευθυνότητά του. Αλλά αν οι κατάρες μου για τους ανεύθυνους γενικότερα έπιαναν, αυτή τη στιγμή η κόλαση θα ήταν πλήρης και η φύση δεν θα χρειαζόταν να επινοεί κορωναϊούς.
Τώρα.. η λέξη κόλαση, συνειρμικά μας παραπέμπει στη θρησκεία, ναι; Η λέξη θρησκεία, μέρες που ΄ναι, σε πολλούς ανάβει τα λαμπάκια, παραπέμπει στο θέμα της Θείας Κοινωνίας, στην Εκκλησία, στην Ιερά Σύνοδο, στην Ιερά Εξέταση, στον κάθε σκοταδιστή θρησκόληπτο τυπολάτρη, στον τάδε ή δείνα Ιεράρχη που τα λέει καλά ή που να του πάρει ο διάολος το σόι και πάει λέγοντας.
Θρησκευόμενοι ή μη όμως, καλό θα ήταν να αποδεχτούν κάτι: η ΠΙΣΤΗ είναι προϊόν καρδιάς. Όχι μυαλού, λογικής. Δεν έχει επιστημονικές εξηγήσεις η θρησκευτική πίστη. Δεν είναι αποτέλεσμα επιστημονικής έρευνας και αδιάσειστων πληροφοριών, εκτός ίσως από την Ορθοδοξία, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Γι’ αυτό και στην Ινδία, στο Βαρανάσι, μαζεύονται κατά χιλιάδες και όχι μόνον πλένονται στον Γάγγη αλλά πίνουν και νερό απ’ αυτόν, που εμείς δεν θα βάζαμε ούτε μια τρίχα απ’ τα μαλλιά μας με τόση μπίχλα που υπάρχει στο ποτάμι. Γι’ αυτό και όταν οι ορθόδοξοι κοινωνούν, δεν πίνουν κρασί και τρώνε ψωμάκι: ΜΕΤΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ το ΣΩΜΑ και το ΑΙΜΑ του Χριστού. Το οποίο είναι μυστήριο. Δηλαδή ανεξήγητο με τη ανθρώπινη λογική. Και μ’ αυτό το μυστήριο, όχι μόνον δεν αντιλαμβάνονται κίνδυνο αλλά εντελώς αντίθετα, πιστεύουν πως θωρακίζονται από κάθε κακό. Το πιστεύουν και το σωματοποιούν. Ο Γάγγης δηλαδή και η Θεία Κοινωνία όχι μόνο δεν αποτελούν εστία μόλυνσης, αλλά αντίθετα στην ΨΥΧΗ και την ΚΑΡΔΙΑ του κάθε πιστού, αποτελούν την απόλυτη δυνατότητα ίασης από κάθε νόσο και κάθε μαλακία.
Τα κάτουρα των Ινδών και τα σάλια των Ορθόδοξων Χριστιανών, δεν υπάρχουν ούτε καν σαν ίχνη στο νερό και στο κρασί που αντίστοιχα πίνουν. Η πίστη αναλαμβάνει και συνεχίζει εκεί που σταματά η λογική.
Σ’ αυτήν την κρίση ολόκληρης της ανθρωπότητας, που φυσικά θα περάσει αλλά σίγουρα θα έρθει νομοτελειακά κάποια άλλη, ευτυχώς πολιτεία και εκκλησία συναντήθηκαν κάπου στη μέση: η επιστήμη έγινε πιο θρησκευτική και η θρησκεία πιο επιστημονική. Κατανόησαν και με ευγένεια εμπιστεύτηκαν οι μεν τους δε. Και απαγορεύτηκαν οι κάθε είδους συναθροίσεις, τέλος.
Για έναν ορθόδοξο χριστιανό, αυθεντικά πιστό, το να του πεις ότι ο χώρος που εδώ και 2000 χρόνια βρίσκει καταφύγιο, παρηγοριά και προστασία παύει να είναι η σκέπη του, αποτελεί σοκ. Δυστυχώς δεν έχει τον χρόνο να το επεξεργαστεί, πρέπει απλά να υπακούσει. Να μην σκεφτεί τον εαυτό του αλλά να ξαναθυμηθεί τη βασική εντολή: «αγαπάτε αλλήλους». Αυτό συνεπάγεται υπακοή, λέξη που στην εποχή του covid19 θα πρέπει να επαναλαμβάνουμε σαν μάντρα, μέχρι που να γίνει συμπεριφορά. Δύσκολο για το ελληνικό τα περαμέντο αλλά αδιαπραγμάτευτο πλέον. Συνεπάγεται υπομονή, πειθαρχεία, ξεβόλεμα και πάνω απ’ όλα εμπιστοσύνη. Σε ειδικούς και αρμόδιους. Δεν είναι θέμα επιλογής, αλλά υποχρέωσης.
Ο θυμός, η ειρωνεία, οι προσβολές ποτέ δεν πίστευα πως συμβάλλουν στη λύση των προβλημάτων. Το αντίθετο. Εξάλλου χάρη στην επιστήμη, την τεχνολογία και την πίστη για όσους την διαθέτουν, έχουμε την τύχη να περάσουμε αυτή τη δοκιμασία όχι μόνον ελαχιστοποιώντας τις απώλειες αλλά και στην τελική, ευχάριστα και ανώδυνα για εκείνους που δεν θα προσβληθούν από τον ιό. Ας αφήσουμε στην άκρη τα τοξικά συναισθήματα. Μας φτάνει η απειλή για το πολυαγαπημένο, για τους περισσότερους, σώμα. Enjoy your quarantine.